Τα Λεξικά του ΙΕΛ
        

 Ελληνο-    
αγγλικό     

 
Ελληνο-
αραβικό

 
Ελληνο-
γερμανικό 

 
Ελληνο-
ρωσικό  

 

Ελληνο-  
τουρκικό   

 



λόγος, ο
λό-γος ουσιαστικό, αρσενικό



Γενική: του λόγου - των λόγων
 

 Λέξη προς μετάφραση:

 

 Δείτε επίσης τις λέξεις:

 

 1. Ο λόγος είναι το χάρισμα που έχουν οι άνθρωποι για να συνεννοούνται.
Παράγωγα:  λέω λογοτεχνία λογοτέχνης λογοτεχνικός
speech
 


 2. Ευτυχώς, έχω και τον πατέρα μου. Κάθε του λόγος μού είναι πολύτιμος.
word
Παράγωγα:  λέω λογοτεχνία λογοτέχνης λογοτεχνικός
 


 3. Έδωσα στη μητέρα μου το λόγο μου ότι δε θα το ξανακάνω!
promise
 


 4. Τσακωθήκαμε χωρίς κανένα λόγο.
reason
Συνώνυμα:  αιτία