Τα Λεξικά του ΙΕΛ
        

 Ελληνο-    
αγγλικό     

 
Ελληνο-
αραβικό

 
Ελληνο-
γερμανικό 

 
Ελληνο-
ρωσικό  

 

Ελληνο-  
τουρκικό   

 



διάλυση, η
δι-ά-λυ-ση ουσιαστικό, θηλυκό



Γενική: της διάλυσης
 

 Λέξη προς μετάφραση:

 

 Δείτε επίσης τις λέξεις:

 



 Μετά τη διάλυση της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, σχηματίστηκαν νέα κράτη.
Σχετικές λέξεις:  διαλύω
dissolution