Τα Λεξικά του ΙΕΛ
        

 Ελληνο-    
αγγλικό     

 
Ελληνο-
αραβικό

 
Ελληνο-
γερμανικό 

 
Ελληνο-
ρωσικό  

 

Ελληνο-  
τουρκικό   

 



διαλύω
δι-α-λύ-ω ρήμα



Αόριστος: διέλυσα
Μετοχή: διαλυμένος
 

 Λέξη προς μετάφραση:

 

 Δείτε επίσης τις λέξεις:

 

 1. Διέλυσε τα παπούτσια του παίζοντας μπάλα.
Συνώνυμα:  χαλάω
Σχετικές λέξεις:  διάλυση
ruin
 


 2. Διαλύστε την ασπιρίνη σε ένα ποτήρι νερό.
dissolve
 


 3. Δες: διαλύομαι.