Τα Λεξικά του ΙΕΛ
        

 Ελληνο-    
αγγλικό     

 
Ελληνο-
αραβικό

 
Ελληνο-
γερμανικό 

 
Ελληνο-
ρωσικό  

 

Ελληνο-  
τουρκικό   

 



διδασκαλία, η
δι-δα-σκα-λί-α ουσιαστικό, θηλυκό



Γενική: της διδασκαλίας
 

 Λέξη προς μετάφραση:

 

 Δείτε επίσης τις λέξεις:

 



 Η διδασκαλία της γλώσσας γίνεται σήμερα με ηλεκτρονικούς υπολογιστές.
Σχετικές λέξεις:  διδάσκω
teaching