Τα Λεξικά του ΙΕΛ
        

 Ελληνο-    
αγγλικό     

 
Ελληνο-
αραβικό

 
Ελληνο-
γερμανικό 

 
Ελληνο-
ρωσικό  

 

Ελληνο-  
τουρκικό   

 



διδάσκω
δι-δά-σκω ρήμα



Αόριστος: δίδαξα
Μετοχή: διδαγμένος
 

 Λέξη προς μετάφραση:

 

 Δείτε επίσης τις λέξεις:

 

 1. Η δασκάλα μας διδάσκει φέτος για πρώτη φορά στην τρίτη Δημοτικού.
Σχετικές λέξεις:  διδασκαλία
teach
 


 2. Θα μου διδάξει τις βασικές γνώσεις στην κιθάρα.
teach
Συνώνυμα:  μαθαίνω
 


 3. Δες: διδάσκομαι.