Τα Λεξικά του ΙΕΛ
        

 Ελληνο-    
αγγλικό     

 
Ελληνο-
αραβικό

 
Ελληνο-
γερμανικό 

 
Ελληνο-
ρωσικό  

 

Ελληνο-  
τουρκικό   

 



διδάσκομαι
δι-δά-σκο-μαι ρήμα



Αόριστος: διδάχτηκα
Μετοχή: διδαγμένος
 

 Λέξη προς μετάφραση:

 

 Δείτε επίσης τις λέξεις:

 

 1. Στο μάθημα των ελληνικών διδασκόμαστε πώς να μιλάμε και να γράφουμε την ελληνική γλώσσα.
Συνώνυμα:  μαθαίνω
be taught
 


 2. Το κεφάλαιο αυτό δεν είναι ακόμα διδαγμένο.
taught
 


 3. Δες: διδάσκω.