Τα Λεξικά του ΙΕΛ
        

 Ελληνο-    
αγγλικό     

 
Ελληνο-
αραβικό

 
Ελληνο-
γερμανικό 

 
Ελληνο-
ρωσικό  

 

Ελληνο-  
τουρκικό   

 



μαθαίνω
μα-θαί-νω ρήμα



Αόριστος: έμαθα
Μετοχή: μαθημένος
 

 Λέξη προς μετάφραση:

 

 Δείτε επίσης τις λέξεις:

 

 1. Είναι χρήσιμο να μάθεις καλά τις αριθμητικές πράξεις.
Συνώνυμα:  διδάσκομαι
Σχετικές λέξεις:  μάθημα μαθητής μαθητικός καλομαθαίνω κακομαθαίνω κακομαθημένος
learn
 


 2. Η Αθηνά μαθαίνει φλογέρα στην κόρη της.
teach
Συνώνυμα:  διδάσκω
 


 3. Έμαθα πως είχες πάει ταξίδι.
hear
Συνώνυμα:  ακούω