Τα Λεξικά του ΙΕΛ
        

 Ελληνο-    
αγγλικό     

 
Ελληνο-
αραβικό

 
Ελληνο-
γερμανικό 

 
Ελληνο-
ρωσικό  

 

Ελληνο-  
τουρκικό   

 



ακατοίκητος, -η, -ο
α-κα-τοί-κη-τος επίθετο



αρσενικό: ο ακατοίκητος
θηλυκό: η ακατοίκητη
ουδέτερο: το ακατοίκητο
 

 Λέξη προς μετάφραση:

 

 Δείτε επίσης τις λέξεις:

 



 Όταν έφυγαν οι κάτοικοι, το χωριό έμεινε ακατοίκητο.
Αντώνυμα:  κατοικημένος
Σχετικές λέξεις:  κατοικώ
uninhabited