Τα Λεξικά του ΙΕΛ
        

 Ελληνο-    
αγγλικό     

 
Ελληνο-
αραβικό

 
Ελληνο-
γερμανικό 

 
Ελληνο-
ρωσικό  

 

Ελληνο-  
τουρκικό   

 



κατοικώ
κα-τοι-κώ ρήμα



Αόριστος: κατοίκησα
Μετοχή: κατοικημένος
 

 Λέξη προς μετάφραση:

 

 Δείτε επίσης τις λέξεις:

 

 1. Κατοικώ μακριά από το σχολείο. Γι' αυτό κάνω ώρα για να φτάσω.
Συνώνυμα:  μένω
Σχετικές λέξεις:  κάτοικος κατοικία κατοικίδιος ακατοίκητος
live
 


 2. Δες: κατοικούμαι.