Τα Λεξικά του ΙΕΛ
        

 Ελληνο-    
αγγλικό     

 
Ελληνο-
αραβικό

 
Ελληνο-
γερμανικό 

 
Ελληνο-
ρωσικό  

 

Ελληνο-  
τουρκικό   

 



ειδοποιώ
ει-δο-ποι-ώ ρήμα



Αόριστος: ειδοποίησα
Μετοχή: ειδοποιημένος
 

 Λέξη προς μετάφραση:

 

 Δείτε επίσης τις λέξεις:

 

 1. Μόλις ο Πέτρος φτάσει, θα σάς ειδοποιήσω.
Σχετικές λέξεις:  προειδοποιώ
let you know
 


 2. Έπιασε φωτιά! Κάποιος πρέπει να ειδοποιήσει την πυροσβεστική!
call
Συνώνυμα:  καλώ φωνάζω
 


 3. Δες: ειδοποιούμαι.