Τα Λεξικά του ΙΕΛ
        

 Ελληνο-    
αγγλικό     

 
Ελληνο-
αραβικό

 
Ελληνο-
γερμανικό 

 
Ελληνο-
ρωσικό  

 

Ελληνο-  
τουρκικό   

 



καλώ
κα-λώ ρήμα



Αόριστος: κάλεσα
Μετοχή: καλεσμένος
 

 Λέξη προς μετάφραση:

 

 Δείτε επίσης τις λέξεις:

 

 1. Μας κάλεσε όλους στο γάμο του.
Συνώνυμα:  προσκαλώ
Σχετικές λέξεις:  ξανακαλώ προκαλώ προσκαλώ ξανακαλώ
invite
 


 2. Είναι άρρωστος. Πρέπει να καλέσουμε γιατρό.
call
Συνώνυμα:  φωνάζω ειδοποιώ
 


 3. Δε θέλω ν' ανέβω με τα πόδια. Θα καλέσω το ασανσέρ.
call
 


 4. Δες: καλούμαι.