Τα Λεξικά του ΙΕΛ
        

 Ελληνο-    
αγγλικό     

 
Ελληνο-
αραβικό

 
Ελληνο-
γερμανικό 

 
Ελληνο-
ρωσικό  

 

Ελληνο-  
τουρκικό   

 



άκρη, η
ά-κρη ουσιαστικό, θηλυκό



Γενική: της άκρης - των ακρών
 

 Λέξη προς μετάφραση:

 

 Δείτε επίσης τις λέξεις:

 

 1. Στην άκρη του κήπου υπάρχει μία τριανταφυλλιά.
Σχετικές λέξεις:  ακριανός
end
άκρη


 2. Μην περπατάς στην άκρη του πεζοδρομίου. Έλα πιο μέσα!
edge
 


 3. Καθίσαμε σε μια άκρη, για να μιλήσουμε ήσυχα.
corner