Τα Λεξικά του ΙΕΛ
        

 Ελληνο-    
αγγλικό     

 
Ελληνο-
αραβικό

 
Ελληνο-
γερμανικό 

 
Ελληνο-
ρωσικό  

 

Ελληνο-  
τουρκικό   

 



ακριανός, -ή, -ό
α-κρι-α-νός επίθετο



αρσενικό: ο ακριανός
θηλυκό: η ακριανή
ουδέτερο: το ακριανό
 

 Λέξη προς μετάφραση:

 

 Δείτε επίσης τις λέξεις:

 



 Κάθομαι στο πρώτο ακριανό θρανίο.
Αντώνυμα:  μεσαίος
Σχετικές λέξεις:  άκρη
corner