Τα Λεξικά του ΙΕΛ
        

 Ελληνο-    
αγγλικό     

 
Ελληνο-
αραβικό

 
Ελληνο-
γερμανικό 

 
Ελληνο-
ρωσικό  

 

Ελληνο-  
τουρκικό   

 



ενήλικος, -η, -ο
ε-νή-λι-κος επίθετο



αρσενικό: ο ενήλικος
θηλυκό: η ενήλικη
ουδέτερο: το ενήλικο
 

 Λέξη προς μετάφραση:

 

 Δείτε επίσης τις λέξεις:

 



 Κάθε άνθρωπος πάνω από τα δέκα οκτώ θεωρείται ενήλικος στη χώρα μας.
Αντώνυμα:  ανήλικος
Σχετικές λέξεις:  ηλικία
adult