Τα Λεξικά του ΙΕΛ
        

 Ελληνο-    
αγγλικό     

 
Ελληνο-
αραβικό

 
Ελληνο-
γερμανικό 

 
Ελληνο-
ρωσικό  

 

Ελληνο-  
τουρκικό   

 



ηλικία, η
η-λι-κί-α ουσιαστικό, θηλυκό



Γενική: της ηλικίας - των ηλικιών
 

 Λέξη προς μετάφραση:

 

 Δείτε επίσης τις λέξεις:

 



 -Τι ηλικία έχει η κόρη σας; -Είναι δέκα ετών.
Σχετικές λέξεις:  ηλικιωμένος ανήλικος ενήλικος
age