Τα Λεξικά του ΙΕΛ
        

 Ελληνο-    
αγγλικό     

 
Ελληνο-
αραβικό

 
Ελληνο-
γερμανικό 

 
Ελληνο-
ρωσικό  

 

Ελληνο-  
τουρκικό   

 



εξάμηνο, το
ε-ξά-μη-νο ουσιαστικό, ουδέτερο



Γενική: του εξαμήνου - των εξαμήνων
 

 Λέξη προς μετάφραση:

 

 Δείτε επίσης τις λέξεις:

 



 Κάθε έτος αποτελείται από δύο εξάμηνα.
Σχετικές λέξεις:  έξι μήνας
semester