Τα Λεξικά του ΙΕΛ
        

 Ελληνο-    
αγγλικό     

 
Ελληνο-
αραβικό

 
Ελληνο-
γερμανικό 

 
Ελληνο-
ρωσικό  

 

Ελληνο-  
τουρκικό   

 



εξέταση, η
ε-ξέ-τα-ση ουσιαστικό, θηλυκό



Γενική: της εξέτασης - των εξετάσεων
 

 Λέξη προς μετάφραση:

 

 Δείτε επίσης τις λέξεις:

 

 1. Πρέπει να κάνετε μια εξέταση αίματος.
Σχετικές λέξεις:  εξετάζω εξεταστικά εξεταστικός
test
 


 2. Για να μπεις στο πανεπιστήμιο πρέπει να δώσεις εξετάσεις.
exams