Τα Λεξικά του ΙΕΛ
        

 Ελληνο-    
αγγλικό     

 
Ελληνο-
αραβικό

 
Ελληνο-
γερμανικό 

 
Ελληνο-
ρωσικό  

 

Ελληνο-  
τουρκικό   

 



εξετάζω
ε-ξε-τά-ζω ρήμα



Αόριστος: εξέτασα
Μετοχή: εξετασμένος
 

 Λέξη προς μετάφραση:

 

 Δείτε επίσης τις λέξεις:

 

 1. Ο γιατρός εξέτασε τον άρρωστο και είπε ότι θα γίνει γρήγορα καλά.
Συνώνυμα:  βλέπω
Σχετικές λέξεις:  εξέταση εξεταστικά εξεταστικός
examine
 


 2. Ο καθηγητής εξετάζει τους μαθητές του στα μαθηματικά.
test
 


 3. Η αστυνομία θα εξετάσει την υπόθεση και θα μας ειδοποιήσει.
investigate
Συνώνυμα:  μελετάω
 


 4. Δες: εξετάζομαι.