Τα Λεξικά του ΙΕΛ
        

 Ελληνο-    
αγγλικό     

 
Ελληνο-
αραβικό

 
Ελληνο-
γερμανικό 

 
Ελληνο-
ρωσικό  

 

Ελληνο-  
τουρκικό   

 



εξώπορτα, η
ε-ξώ-πορ-τα ουσιαστικό, θηλυκό



Γενική: της εξώπορτας
 

 Λέξη προς μετάφραση:

 

 Δείτε επίσης τις λέξεις:

 



 Το κουδούνι βρίσκεται δίπλα στην εξώπορτα.
Σχετικές λέξεις:  έξω πόρτα
front door
εξώπορτα