Τα Λεξικά του ΙΕΛ
        

 Ελληνο-    
αγγλικό     

 
Ελληνο-
αραβικό

 
Ελληνο-
γερμανικό 

 
Ελληνο-
ρωσικό  

 

Ελληνο-  
τουρκικό   

 



πόρτα, η
πόρ-τα ουσιαστικό, θηλυκό



Γενική: της πόρτας - των πορτών
 

 Λέξη προς μετάφραση:

 

 Δείτε επίσης τις λέξεις:

 

 1. Κλείσε την πόρτα φεύγοντας, για να μη μπει κανείς.
Παράγωγα:  εξώπορτα
door
πόρτα


 2. Ο οδηγός του λεωφορείου άνοιξε την πόρτα, για να μπουν μέσα οι επιβάτες.
door