Τα Λεξικά του ΙΕΛ
        

 Ελληνο-    
αγγλικό     

 
Ελληνο-
αραβικό

 
Ελληνο-
γερμανικό 

 
Ελληνο-
ρωσικό  

 

Ελληνο-  
τουρκικό   

 



εξώφυλλο, το
ε-ξώ-φυλ-λο ουσιαστικό, ουδέτερο



Γενική: του εξώφυλλου/εξωφύλλου - των εξώφυλλων/εξωφύλλων
 

 Λέξη προς μετάφραση:

 

 Δείτε επίσης τις λέξεις:

 



 Μου αρέσουν τα βιβλία με χρωματιστά εξώφυλλα.
Σχετικές λέξεις:  έξω φύλλο
cover
εξώφυλλο