Τα Λεξικά του ΙΕΛ
        

 Ελληνο-    
αγγλικό     

 
Ελληνο-
αραβικό

 
Ελληνο-
γερμανικό 

 
Ελληνο-
ρωσικό  

 

Ελληνο-  
τουρκικό   

 



φύλλο, το
φύλ-λο ουσιαστικό, ουδέτερο



Γενική: του φύλλου - των φύλλων
 

 Λέξη προς μετάφραση:

 

 Δείτε επίσης τις λέξεις:

 

 1. Μετά τη βροχή, τα φύλλα των δέντρων έσταζαν.
Παράγωγα:  τριφύλλι φυλλοβόλος τετράφυλλος
leaf
φύλλο


 2. Έχουμε πολλά φύλλα χαρτιού, αλλά ένα μόνο μολύβι.
sheet
Παράγωγα:  φυλλάδιο εξώφυλλο ξεφυλλίζω
 


 3. Η ντουλάπα μας έχει τρία φύλλα.
door
Παράγωγα:  τετράφυλλος
 


 4. Για να φτιάξω την τυρόπιτα, πρώτα στρώνω το φύλλο στο ταψί.
sheet of pastry