Τα Λεξικά του ΙΕΛ
        

 Ελληνο-    
αγγλικό     

 
Ελληνο-
αραβικό

 
Ελληνο-
γερμανικό 

 
Ελληνο-
ρωσικό  

 

Ελληνο-  
τουρκικό   

 



επίκαιρος, -η, -ο
ε-πί-και-ρος επίθετο



αρσενικό: ο επίκαιρος
θηλυκό: η επίκαιρη
ουδέτερο: το επίκαιρο
 

 Λέξη προς μετάφραση:

 

 Δείτε επίσης τις λέξεις:

 



 Η εκπομπή αυτή έχει μεγάλο ενδιαφέρον, γιατί ασχολείται με επίκαιρα θέματα.
Σχετικές λέξεις:  καιρός επικαιρότητα
current