Τα Λεξικά του ΙΕΛ
        

 Ελληνο-    
αγγλικό     

 
Ελληνο-
αραβικό

 
Ελληνο-
γερμανικό 

 
Ελληνο-
ρωσικό  

 

Ελληνο-  
τουρκικό   

 



καιρός, ο
και-ρός ουσιαστικό, αρσενικό



Γενική: του καιρού - των καιρών
 

 Λέξη προς μετάφραση:

 

 Δείτε επίσης τις λέξεις:

 

 1. Ο καιρός είναι καλός για μια βόλτα με τα ποδήλατα.
Παράγωγα:  καιρικός κακοκαιρία καλοκαίρι
weather
 


 2. Κάνε γρήγορα, δεν έχουμε καιρό για χάσιμο!
time
Συνώνυμα:  χρόνος
Παράγωγα:  επίκαιρος
 


 3. Δε μένουμε κοντά, αλλά συναντιόμαστε κατά καιρούς.
occasionally
 


 4. Μια φορά κι έναν καιρό ήταν μια καλή νεράιδα.
once upon a time