Τα Λεξικά του ΙΕΛ
        

 Ελληνο-    
αγγλικό     

 
Ελληνο-
αραβικό

 
Ελληνο-
γερμανικό 

 
Ελληνο-
ρωσικό  

 

Ελληνο-  
τουρκικό   

 



εσωτερικό, το
ε-σω-τε-ρι-κό ουσιαστικό, ουδέτερο



Γενική: του εσωτερικού - των εσωτερικών
 

 Λέξη προς μετάφραση:

 

 Δείτε επίσης τις λέξεις:

 

 1. Στο εσωτερικό του ναού βρίσκεται το ιερό.
Αντώνυμα:  εξωτερικό
interior
 


 2. Μετά τον πόλεμο, η κυβέρνηση ασχολήθηκε με τα προβλήματα στο εσωτερικό της χώρας.
interior
Αντώνυμα:  εξωτερικό