Τα Λεξικά του ΙΕΛ
        

 Ελληνο-    
αγγλικό     

 
Ελληνο-
αραβικό

 
Ελληνο-
γερμανικό 

 
Ελληνο-
ρωσικό  

 

Ελληνο-  
τουρκικό   

 



εξωτερικό, το
ε-ξω-τε-ρι-κό ουσιαστικό, ουδέτερο



Γενική: του εξωτερικού
 

 Λέξη προς μετάφραση:

 

 Δείτε επίσης τις λέξεις:

 

 1. Είναι η πρώτη φορά που θα ταξιδέψω στο εξωτερικό.
Αντώνυμα:  εσωτερικό
Σχετικές λέξεις:  εξωτερικός έξω
abroad
 


 2. Ο κήπος βρίσκεται στο εξωτερικό του κτιρίου.
outside
Αντώνυμα:  εσωτερικό