Τα Λεξικά του ΙΕΛ
        

 Ελληνο-    
αγγλικό     

 
Ελληνο-
αραβικό

 
Ελληνο-
γερμανικό 

 
Ελληνο-
ρωσικό  

 

Ελληνο-  
τουρκικό   

 



εσωτερικός, -ή, -ό
ε-σω-τε-ρι-κός επίθετο



αρσενικό: ο εσωτερικός
θηλυκό: η εσωτερική
ουδέτερο: το εσωτερικό
 

 Λέξη προς μετάφραση:

 

 Δείτε επίσης τις λέξεις:

 

 1. Έχω πολλά φυτά εσωτερικού χώρου.
Αντώνυμα:  εξωτερικός
interior
 


 2. Είμαι εσωτερικός μαθητής στο σχολείο μου. Πηγαίνω στο σπίτι μου μόνο τα Σαββατοκύριακα και τις αργίες.
boarder