Τα Λεξικά του ΙΕΛ
        

 Ελληνο-    
αγγλικό     

 
Ελληνο-
αραβικό

 
Ελληνο-
γερμανικό 

 
Ελληνο-
ρωσικό  

 

Ελληνο-  
τουρκικό   

 



εξωτερικός, -ή, -ό
ε-ξω-τε-ρι-κός επίθετο



αρσενικό: ο εξωτερικός
θηλυκό: η εξωτερική
ουδέτερο: το εξωτερικό
 

 Λέξη προς μετάφραση:

 

 Δείτε επίσης τις λέξεις:

 

 1. Η εξωτερική πόρτα οδηγεί σε ένα μεγάλο χολ.
Αντώνυμα:  εσωτερικός
Σχετικές λέξεις:  εξωτερικό έξω
outdoor
 


 2. Πρέπει να πάμε στα εξωτερικά ιατρεία του νοσοκομείου.
outpatients