Τα Λεξικά του ΙΕΛ
        

 Ελληνο-    
αγγλικό     

 
Ελληνο-
αραβικό

 
Ελληνο-
γερμανικό 

 
Ελληνο-
ρωσικό  

 

Ελληνο-  
τουρκικό   

 



ετήσιος, -ια, -ιο
ε-τή-σι-ος επίθετο



αρσενικό: ο ετήσιος
θηλυκό: η ετήσια
ουδέτερο: ετήσιο
 

 Λέξη προς μετάφραση:

 

 Δείτε επίσης τις λέξεις:

 



 Σήμερα είναι η ετήσια ημέρα του παιδιού.
Σχετικές λέξεις:  έτος χιλιετία
yearly