Τα Λεξικά του ΙΕΛ
        

 Ελληνο-    
αγγλικό     

 
Ελληνο-
αραβικό

 
Ελληνο-
γερμανικό 

 
Ελληνο-
ρωσικό  

 

Ελληνο-  
τουρκικό   

 



ζεσταίνομαι
ζε-σταί-νο-μαι ρήμα



Αόριστος: ζεστάθηκα
Μετοχή: ζεσταμένος
 

 Λέξη προς μετάφραση:

 

 Δείτε επίσης τις λέξεις:

 

 1. Έβγαλα το μπουφάν μου γιατί ζεσταινόμουν.
Αντώνυμα:  κρυώνω
get hot
 


 2. Χρησιμοποιούμε το καλοριφέρ για να ζεσταινόμαστε.
get warm
Αντώνυμα:  δροσίζομαι
ζεσταίνομαι


 3. Τη άλλη μέρα φάγαμε το ίδιο φαγητό ζεσταμένο.
warm up
 


 4. Δες: ζεσταίνω.