Τα Λεξικά του ΙΕΛ
        

 Ελληνο-    
αγγλικό     

 
Ελληνο-
αραβικό

 
Ελληνο-
γερμανικό 

 
Ελληνο-
ρωσικό  

 

Ελληνο-  
τουρκικό   

 



κρυώνω
κρυ-ώ-νω ρήμα



Αόριστος: κρύωσα
 

 Λέξη προς μετάφραση:

 

 Δείτε επίσης τις λέξεις:

 

 1. Έβαλα μια πιο ζεστή μπλούζα γιατί κρύωνα.
Αντώνυμα:  ζεσταίνομαι
Σχετικές λέξεις:  κρύωμα κρυωμένος κρύο κρύος κρυολόγημα κρυολογώ
feel cold
 


 2. Άφησε τις φακές να κρυώσουν λίγο, πριν αρχίσεις να τις τρως.
get cold
Αντώνυμα:  ζεσταίνομαι
 


 3. Θα κρύωσες χθες που κάθισες ιδρωμένος στο ρεύμα.
catch a cold
Συνώνυμα:  κρυολογώ πουντιάζω