Τα Λεξικά του ΙΕΛ
        

 Ελληνο-    
αγγλικό     

 
Ελληνο-
αραβικό

 
Ελληνο-
γερμανικό 

 
Ελληνο-
ρωσικό  

 

Ελληνο-  
τουρκικό   

 



ζεστός, -ή, -ό
ζε-στός επίθετο



αρσενικό: ο ζεστός
θηλυκό: η ζεστή
ουδέτερο: το ζεστό
 

 Λέξη προς μετάφραση:

 

 Δείτε επίσης τις λέξεις:

 

 1. Το μέτωπό σου είναι ζεστό. Μήπως έχεις πυρετό;
Αντώνυμα:  κρύος δροσερός
Σχετικές λέξεις:  ζέστη ζεσταίνω
hot
 


 2. Σήμερα που κάνει πολύ κρύο, φόρεσε όσα περισσότερα ζεστά ρούχα μπορείς.
warm
Αντώνυμα:  δροσερός