Τα Λεξικά του ΙΕΛ
        

 Ελληνο-    
αγγλικό     

 
Ελληνο-
αραβικό

 
Ελληνο-
γερμανικό 

 
Ελληνο-
ρωσικό  

 

Ελληνο-  
τουρκικό   

 



δροσερός, -ή, -ό
δρο-σε-ρός επίθετο



αρσενικό: ο δροσερός
θηλυκό: η δροσερή
ουδέτερο: το δροσερό
 

 Λέξη προς μετάφραση:

 

 Δείτε επίσης τις λέξεις:

 

 1. Το μέτωπό σου είναι δροσερό. Άρα δεν έχεις πυρετό.
Συνώνυμα:  κρύος
Αντώνυμα:  ζεστός
Σχετικές λέξεις:  δροσιά δροσίζω
cool
 


 2. Όταν έχει ζέστη, μου αρέσει να πίνω μια δροσερή πορτοκαλάδα.
cool
Συνώνυμα:  δροσιστικός
Αντώνυμα:  ζεστός