Τα Λεξικά του ΙΕΛ
        

 Ελληνο-    
αγγλικό     

 
Ελληνο-
αραβικό

 
Ελληνο-
γερμανικό 

 
Ελληνο-
ρωσικό  

 

Ελληνο-  
τουρκικό   

 



θερμοσίφωνας, ο
θερ-μο-σί-φω-νας ουσιαστικό, αρσενικό



Γενική: του θερμοσίφωνα - των θερμοσιφώνων
 

 Λέξη προς μετάφραση:

 

 Δείτε επίσης τις λέξεις:

 

 1. Θα ανάψω το θερμοσίφωνα, για να ζεστάνω το νερό για το μπάνιο.
Σχετικές λέξεις:  θερμός
water heater
θερμοσίφωνας


 2. Στην ταράτσα μας έχουμε έναν ηλιακό θερμοσίφωνα.
water heater
θερμοσίφωνας