Τα Λεξικά του ΙΕΛ
        

 Ελληνο-    
αγγλικό     

 
Ελληνο-
αραβικό

 
Ελληνο-
γερμανικό 

 
Ελληνο-
ρωσικό  

 

Ελληνο-  
τουρκικό   

 



θερμός, -ή, -ό
θερ-μός επίθετο



αρσενικό: ο θερμός
θηλυκό: η θερμή
ουδέτερο: το θερμό
 

 Λέξη προς μετάφραση:

 

 Δείτε επίσης τις λέξεις:

 

 1. Στις ακτές της Μεσογείου το κλίμα είναι θερμό.
Αντώνυμα:  ψυχρός
Σχετικές λέξεις:  θερμοκρασία θερμοσίφωνας θερμόμετρο
warm
 


 2. Με υποδέχτηκαν με πολύ θερμό τρόπο.
warm
Αντώνυμα:  ψυχρός