Τα Λεξικά του ΙΕΛ
        

 Ελληνο-    
αγγλικό     

 
Ελληνο-
αραβικό

 
Ελληνο-
γερμανικό 

 
Ελληνο-
ρωσικό  

 

Ελληνο-  
τουρκικό   

 



ισοσκελής, -ής, -ές
ι-σο-σκε-λής επίθετο



αρσενικό: ο ισοσκελής
θηλυκό: η ισοσκελής
ουδέτερο: το ισοσκελές
 

 Λέξη προς μετάφραση:

 

 Δείτε επίσης τις λέξεις:

 



 Ένα τρίγωνο που έχει δύο ίσες πλευρές λέγεται ισοσκελές τρίγωνο.
Σχετικές λέξεις:  ίσος
isosceles