Τα Λεξικά του ΙΕΛ
        

 Ελληνο-    
αγγλικό     

 
Ελληνο-
αραβικό

 
Ελληνο-
γερμανικό 

 
Ελληνο-
ρωσικό  

 

Ελληνο-  
τουρκικό   

 



ίσος, -η, -ο
ί-σος επίθετο



αρσενικό: ο ίσος
θηλυκό: η ίση
ουδέτερο: το ίσο
 

 Λέξη προς μετάφραση:

 

 Δείτε επίσης τις λέξεις:

 

 1. Οι δυο πόλεις απέχουν ίση απόσταση από δω.
Αντώνυμα:  άνισος
Σχετικές λέξεις:  ισότητα ισοσκελής ισημερία εξίσου ισοπαλία
equal
 


 2. Όλοι οι άνθρωποι είναι ίσοι.
equal