Τα Λεξικά του ΙΕΛ
        

 Ελληνο-    
αγγλικό     

 
Ελληνο-
αραβικό

 
Ελληνο-
γερμανικό 

 
Ελληνο-
ρωσικό  

 

Ελληνο-  
τουρκικό   

 



ισότητα, η
ι-σό-τη-τα ουσιαστικό, θηλυκό



Γενική: της ισότητας - των ισοτήτων
 

 Λέξη προς μετάφραση:

 

 Δείτε επίσης τις λέξεις:

 



 Πολλοί άνθρωποι αγωνίστηκαν για την ισότητα των δύο φύλων.
Σχετικές λέξεις:  ίσος
equality