Τα Λεξικά του ΙΕΛ
        

 Ελληνο-    
αγγλικό     

 
Ελληνο-
αραβικό

 
Ελληνο-
γερμανικό 

 
Ελληνο-
ρωσικό  

 

Ελληνο-  
τουρκικό   

 



καιρικός, -ή, -ό
και-ρι-κός επίθετο



αρσενικό: ο καιρικός
θηλυκό: η καιρική
ουδέτερο: το καιρικό
 

 Λέξη προς μετάφραση:

 

 Δείτε επίσης τις λέξεις:

 



 Το χιόνι και η ομίχλη είναι καιρικά φαινόμενα.
Σχετικές λέξεις:  καιρός
weather