Τα Λεξικά του ΙΕΛ
        

 Ελληνο-    
αγγλικό     

 
Ελληνο-
αραβικό

 
Ελληνο-
γερμανικό 

 
Ελληνο-
ρωσικό  

 

Ελληνο-  
τουρκικό   

 



κακοποιός, ο, η
κα-κο-ποι-ός ουσιαστικό, αρσενικό - θηλυκό



Γενική: του/της κακοποιού - των κακοποιών
 

 Λέξη προς μετάφραση:

 

 Δείτε επίσης τις λέξεις:

 



 Η αστυνομία προσπαθεί να συλλάβει τον κακοποιό.
Σχετικές λέξεις:  κακός
criminal