Τα Λεξικά του ΙΕΛ
        

 Ελληνο-    
αγγλικό     

 
Ελληνο-
αραβικό

 
Ελληνο-
γερμανικό 

 
Ελληνο-
ρωσικό  

 

Ελληνο-  
τουρκικό   

 



κακός, -ή/-ιά, -ό
κα-κός επίθετο



αρσενικό: ο κακός
θηλυκό: η κακή/η κακιά
ουδέτερο: το κακό
 

 Λέξη προς μετάφραση:

 

 Δείτε επίσης τις λέξεις:

 

 1. Είναι τόσο κακός άνθρωπος, που δεν αισθάνεται συμπόνια για τους άλλους.
Αντώνυμα:  καλός
Σχετικές λέξεις:  κακοκαιρία κακοποιός κακομαθαίνω κακομαθημένος
nasty
 


 2. Ο Κώστας είναι κακός στα μαθηματικά.
bad
Αντώνυμα:  καλός
 


 3. Έχει κακό καιρό για εκδρομή.
bad
Αντώνυμα:  καλός