Τα Λεξικά του ΙΕΛ
        

 Ελληνο-    
αγγλικό     

 
Ελληνο-
αραβικό

 
Ελληνο-
γερμανικό 

 
Ελληνο-
ρωσικό  

 

Ελληνο-  
τουρκικό   

 



καλοσύνη, η
κα-λο-σύ-νη ουσιαστικό, θηλυκό



Γενική: της καλοσύνης
 

 Λέξη προς μετάφραση:

 

 Δείτε επίσης τις λέξεις:

 

 1. Είναι γεμάτη καλοσύνη, γι' αυτό βοηθάει όλον τον κόσμο.
Σχετικές λέξεις:  καλός καλύτερος καλύτερα καλά καλώς
goodness
 


 2. Έχετε την καλοσύνη να ανοίξετε το παράθυρο, σας παρακαλώ;
goodness