Τα Λεξικά του ΙΕΛ
        

 Ελληνο-    
αγγλικό     

 
Ελληνο-
αραβικό

 
Ελληνο-
γερμανικό 

 
Ελληνο-
ρωσικό  

 

Ελληνο-  
τουρκικό   

 



αμέτρητος, -η, -ο
α-μέ-τρη-τος επίθετο



αρσενικό: ο αμέτρητος
θηλυκό: η αμέτρητη
ουδέτερο: το αμέτρητο
 

 Λέξη προς μετάφραση:

 

 Δείτε επίσης τις λέξεις:

 



 Δεν ξέρω πόσα άστρα υπάρχουν στον ουρανό. Είναι αμέτρητα.
Σχετικές λέξεις:  μετράω
innumerable