Τα Λεξικά του ΙΕΛ
        

 Ελληνο-    
αγγλικό     

 
Ελληνο-
αραβικό

 
Ελληνο-
γερμανικό 

 
Ελληνο-
ρωσικό  

 

Ελληνο-  
τουρκικό   

 



μετράω, -ώ
με-τρά-ω ρήμα



Αόριστος: μέτρησα
Μετοχή: μετρημένος
 

 Λέξη προς μετάφραση:

 

 Δείτε επίσης τις λέξεις:

 

 1. Ξέρω να μετράω ως το εκατό.
Σχετικές λέξεις:  μέτρηση μέτρο αμέτρητος
count
 


 2. Μέτρησα τα γραμματόσημα της συλλογής μου.
count
 


 3. Το τελευταίο γκολ του αγώνα δε μετράει.
count
 


 4. Δες: μετριέμαι.