Τα Λεξικά του ΙΕΛ
        

 Ελληνο-    
αγγλικό     

 
Ελληνο-
αραβικό

 
Ελληνο-
γερμανικό 

 
Ελληνο-
ρωσικό  

 

Ελληνο-  
τουρκικό   

 



κορμάκι, το
κορ-μά-κι ουσιαστικό, ουδέτερο



 

 Λέξη προς μετάφραση:

 

 Δείτε επίσης τις λέξεις:

 

 1. Όταν γυμνάζεσαι, το κορμάκι σου δυναμώνει.
Σχετικές λέξεις:  κορμί
body (diminutive)
 


 2. Η μπαλαρίνα φοράει ένα κορμάκι ειδικό για χορό.
ballet suit