Τα Λεξικά του ΙΕΛ
        

 Ελληνο-    
αγγλικό     

 
Ελληνο-
αραβικό

 
Ελληνο-
γερμανικό 

 
Ελληνο-
ρωσικό  

 

Ελληνο-  
τουρκικό   

 



κορμί, το
κορ-μί ουσιαστικό, ουδέτερο



Γενική: του κορμιού - των κορμιών
 

 Λέξη προς μετάφραση:

 

 Δείτε επίσης τις λέξεις:

 



 Κάνω ασκήσεις, για να γυμνάσω το κορμί μου.
Συνώνυμα:  σώμα
Σχετικές λέξεις:  κορμάκι
body