Τα Λεξικά του ΙΕΛ
        

 Ελληνο-    
αγγλικό     

 
Ελληνο-
αραβικό

 
Ελληνο-
γερμανικό 

 
Ελληνο-
ρωσικό  

 

Ελληνο-  
τουρκικό   

 



κρυολόγημα, το
κρυ-ο-λό-γη-μα ουσιαστικό, ουδέτερο



Γενική: του κρυολογήματος - των κρυολογημάτων
 

 Λέξη προς μετάφραση:

 

 Δείτε επίσης τις λέξεις:

 



 Ήμουν ντυμένος ελαφρά κι άρπαξα ένα κρυολόγημα.
Συνώνυμα:  κρύωμα
Σχετικές λέξεις:  κρυώνω κρύωμα κρύο κρύος κρυολογώ
cold, chill