Τα Λεξικά του ΙΕΛ
        

 Ελληνο-    
αγγλικό     

 
Ελληνο-
αραβικό

 
Ελληνο-
γερμανικό 

 
Ελληνο-
ρωσικό  

 

Ελληνο-  
τουρκικό   

 



μακρουλός, -ή, -ό
μα-κρου-λός επίθετο



αρσενικό: ο μακρουλός
θηλυκό: η μακρουλή
ουδέτερο: το μακρουλό
 

 Λέξη προς μετάφραση:

 

 Δείτε επίσης τις λέξεις:

 



 Δεν θέλω αυτό το στρογγυλό ψωμί. Προτιμώ εκείνο το μακρουλό.
Σχετικές λέξεις:  μακρύς
long