Τα Λεξικά του ΙΕΛ
        

 Ελληνο-    
αγγλικό     

 
Ελληνο-
αραβικό

 
Ελληνο-
γερμανικό 

 
Ελληνο-
ρωσικό  

 

Ελληνο-  
τουρκικό   

 



μακρύς, -ιά, -ύ
μα-κρύς επίθετο



αρσενικό: ο μακρύς
θηλυκό: η μακριά
ουδέτερο: το μακρύ
 

 Λέξη προς μετάφραση:

 

 Δείτε επίσης τις λέξεις:

 

 1. Το καινούργιο τραπέζι της κουζίνας είναι πιο μακρύ από το προηγούμενο.
Αντώνυμα:  κοντός
Σχετικές λέξεις:  μακρουλός μακρόστενος
long
 


 2. Πήραμε δώρο στη μαμά μας ένα ωραίο μακρύ φόρεμα.
long
Αντώνυμα:  κοντός