Τα Λεξικά του ΙΕΛ
        

 Ελληνο-    
αγγλικό     

 
Ελληνο-
αραβικό

 
Ελληνο-
γερμανικό 

 
Ελληνο-
ρωσικό  

 

Ελληνο-  
τουρκικό   

 



μεγαλόπρεπος, -η, -ο
με-γα-λό-πρε-πος επίθετο



αρσενικό: ο μεγαλόπρεπος
θηλυκό: η μεγαλόπρεπη
ουδέτερο: το μεγαλόπρεπο
 

 Λέξη προς μετάφραση:

 

 Δείτε επίσης τις λέξεις:

 



 Ο Παρθενώνας είναι ένας μεγαλόπρεπος αρχαίος ναός.
Σχετικές λέξεις:  μεγάλος
magnificent